διαγωγιον

διαγωγιον
    διαγώγιον
    δι-αγώγιον
    τό пошлина за проезд или провоз, дорожный сбор Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διαγωγιον" в других словарях:

  • διαγώγιον — διαγώγιον, το (Α) όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην πόλη τού Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο …   Dictionary of Greek

  • διαγώγιον — transit duty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωγικός — ή, ό (Α διαγωγικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στη συμπεριφορά αρχ. φρ. «τέλος διαγωγικόν» φόρος για τη διαγωγή, τη διάβαση, διαγώγιον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»